Η εφαρμογή της αρχής της ατομικότητας στην προπόνηση με βάση εργομετρική ή προπονητική αξιολόγηση

Η εφαρμογή της αρχής της ατομικότητας στην προπόνηση με βάση εργομετρική ή προπονητική αξιολόγηση


Στην προπονητική επιστήμη υπάρχει μια βασική αρχή: η αρχή της ατομικότητας ή εξατομίκευσης της προπόνησης που είναι πράγματι πολύ σημαντική και σημαίνει ότι η προπόνηση πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στις ανάγκες, τις ικανότητες και τα χαρακτηριστικά του κάθε αθλητή, προκειμένου να είναι αποδοτική και ασφαλής. Το ερώτημα που προκύπτει στην πράξη είναι πως μπορεί να εφαρμοσθεί, όταν γυμνάζονται ταυτόχρονα πολλοί αθλητές του ιδίου αγωνίσματος.

 

Αρχικά θα πρέπει ο προπονητής να έχει αξιολογήσει, με παρακολούθηση των ατομικών χαρακτηριστικών στις προπονήσεις, σε προπονητικά ή εργομετρικά τεστ και στους αγώνες το ατομικό βιολογικό/προπονητικό προφίλ του αθλητή του. Είναι γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία των αθλητών δεν έχει την δυνατότητα να κάνει επαναλαμβανόμενες εργομετρικές αξιολογήσεις και γιαυτό οι προπονητές οδηγούνται στην “εκτίμηση της κατάστασης” των αθλητών τους με βάση τις πληροφορίες που παίρνουν από την καθημερινή “τριβή” και τα προπονητικά τεστ με τα θετικά και τα αρνητικά στοιχεία που παρουσιάζει ο αθλητής. Αυτό σημαίνει ότι μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα ο προπονητής “μαθαίνει” καλά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και την “αντίδραση” του οργανισμού του αθλητή στα προπονητικά ερεθίσματα και έτσι μπορεί πιο ουσιαστικά να επανακαθορίζει τις επόμενες προπονητικές επιβαρύνσεις. Η δυναμική της “πείρας” του προπονητή είναι το σημαντικότερο όπλο για την συνέχιση της ανοδικής πορείας του αθλητή.

Αναλύοντας τις παραπάνω διαπιστώσεις και με βάση αυτές τις “δυναμικές” πληροφορίες ο προπονητής καθορίζει τις ατομικές επιβαρύνσεις στην προπόνηση, έτσι ώστε να πετύχει τους ατομικούς στόχους. Κάθε αθλητής μπορεί να έχει προσωπικά φορτία (π.χ. στα βάρη: στις επαναλήψεις, στην ένταση), ακόμα και αν το είδος της άσκησης είναι κοινό για όλους. Επίσης στους δρόμους, ένα απλό παράδειγμα είναι να κάνουν όλοι διαλειμματική προπόνηση, αλλά ο ρυθμός ή οι αποστάσεις να διαφέρουν ανάλογα με το επίπεδο καθενός. Επιπλέον η ομάδα μπορεί να χωριστεί σε ομοιογενείς υπο-ομάδες με βάση το επίπεδο φυσικής κατάστασης, στόχους ή φάση προπόνησης.

Ένα πολύ σημαντικό μέρος της προπόνησης είναι η τεχνική. Ακόμα και σε κοινή τεχνική προπόνηση (π.χ. σπριντ, εμπόδια, ρίψεις, άλματα), ο κάθε αθλητής μπορεί να δουλεύει διαφορετικά τεχνικά στοιχεία που τον αφορούν, σύμφωνα με τα δικά του λάθη ή αδυναμίες. Αυτή η ανατροφοδότηση των αθλητών με διαφορετικές τεχνικές οδηγίες από τους προπονητές είναι το πιο δύσκολο και υπεύθυνο μέρος της προπόνησης. Γιαυτό δεν είναι δυνατόν ο προπονητής να μπορεί να γυμνάζει ταυτόχρονα, περισσότερους από 3-5 αθλητές. Όταν στο “γκρούπ” υπάρχουν περισσότεροι αθλητές θα πρέπει να μοιρασθούν σε υποομάδες, με διαφορετική ώρα εξάσκησης στην τεχνική. Πρακτικά είναι μια πολύ δύσκολη συνθήκη για τον προπονητή αλλά δεν θα μπορεί να είναι αποτελεσματικός στην εκμάθηση και διόρθωση της τεχνικής με πολλά άτομα...

 

Επιπλέον η προπόνηση ταχύτητας και εμποδίων, ειδικά σε περιόδους μακριά από αγώνες, γίνεται χωριστά για κάθε αθλητή, έτσι ώστε να ελέγχεται και η τεχνική εκτέλεση. Σε περιόδους κοντά σε αγώνες (προαγωνιστικός – αγωνιστικός ΜΕΣ) γίνεται ΚΑΙ με συναγωνισμό, όπου μεταξύ ισοδυνάμων αθλητών δίνεται ταυτόχρονη εκκίνηση. Όμως μεταξύ αθλητών με μεγάλες διαφορές στην επίδοση η εκκίνηση δίνεται είτε από διαφορετικό σημείο (ο πιο γρήγορος εκκινά από πιο πίσω) ή από το ίδιο σημείο και δίνονται δύο εκκινήσεις (ο πιο γρήγορος “φεύγει” στην δεύτερη εκκίνηση). Με αυτό τον τρόπο πετυχαίνουμε να υπάρχει συναγωνισμός μέχρι τον τερματισμό, και μεταξύ αθλητών με διαφορετικό επίπεδο επίδοσης ή άλλου φύλου.

Τελευταίο, αλλά εξ ίσου σημαντικό, στοιχείο είναι η ψυχολογική/νοητική εξατομίκευση της προπόνησης. Ο τρόπος παρακίνησης του αθλητή, η ανατροφοδότηση ή ακόμα και η στρατηγική διαχείρισης άγχους μπορεί να προσαρμόζεται ανάλογα με την προσωπικότητα του κάθε αθλητή.